- σελαγῶ
- σελάσσομαιglowaor subj mp 1st sg (attic epic doric)σελαγέωenlightenpres subj act 1st sg (attic epic doric)σελαγέωenlightenpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σελαγώ — σελαγῶ, έω, ΝΑ εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ αρχ. 1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.) 2. παθ. σελαγοῡμαι, έομαι α) λάμπω, φέγγω β) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
ασελάγητος — η, ο (Μ ἀσελάγητος, ον) ο σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σελαγώ < σέλας «φως, λάμψη»] … Dictionary of Greek
σέλαγος — άγεος, τὸ, Α συνεχής ζωηρή λάμψη, φωτοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. σελαγῶ*] … Dictionary of Greek
σαλαγώ — σαλαγῶ, έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν 1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή 2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.) αρχ. 1. κροτώ ή… … Dictionary of Greek
σελάγησις — ήσεως, ἡ, Μ [σελαγῶ] σελαγή, λάμψη … Dictionary of Greek
σελαγή — ἡ, Α [σελαγῶ] η λάμψη … Dictionary of Greek